- προστυχής
- -ές, Α1. αυτός που ασχολείται με κάτι («προστυχεῑς [τῇ στερεoμετρίᾳ] γεγονότες», Πλάτ.)2. φρ. «προστυχὴς γίνεται» — τόν συναντά κάποιος τυχαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -τυχής (< τύχη), πρβλ. ἀ-τυχής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προστυχής — engaged in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστύχῃς — προστυγχάνω obtain one s share of aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστυχεῖς — προστυχής engaged in masc/fem acc pl προστυχής engaged in masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστυχές — προστυχής engaged in masc/fem voc sg προστυχής engaged in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστυχέσι — προστυχής engaged in masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστυχέσιν — προστυχής engaged in masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστυχῶς — προστυχής engaged in adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστυχώς — Α βλ. προστυχής … Dictionary of Greek
πρόστυχος — η, ο, Ν 1. (για πρόσωπο ή πράξη) χυδαίος, τιποτένιος, χαμερπής («πρόστυχο φέρσιμο») 2. (για εμπόρευμα) κακής ποιότητας, ευτελής 3. το θηλ. ως ουσ. η πρόστυχη πόρνη, πουτάνα. επίρρ... πρόστυχα Ν κατά τρόπο πρόστυχο («μιλάει πρόστυχα»). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek